Νέστορα

Νέστορα
Νέστωρ
Nestor
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέστορα, ανάκτορο του- — Ανάκτορο της μυκηναϊκής Πύλου. Βλ. λ. Πύλος …   Dictionary of Greek

  • Νέστορ' — Νέστορα , Νέστωρ Nestor masc acc sg Νέστορι , Νέστωρ Nestor masc dat sg Νέστορε , Νέστωρ Nestor masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • νεστόρειος — νεστόρειος, εία, ον και νεστόρεος, έη, ον (Α) [Νέστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νέστορα, ο σχετικός με τον Νέστορα («Νεστόρειον ἅρμα», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος ο Μυροβλήτης — (Θεσσαλονίκη 280 – 304 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Προερχόταν από ευγενή οικογένεια της Θεσσαλονίκης και έλαβε όλα τα εφόδια για μια πετυχημένη σταδιοδρομία. Νέος ακόμα κατέλαβε ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αυτό όμως …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Πεισίστρατος — Όνομα ενός ιστορικού και ενός μυθολογικού προσώπου. 1. (περ. 600 π.Χ. – 528/7 π.Χ.). Τύραννος των Αθηνών. Καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Ευγενικής καταγωγής, εύγλωττος και φιλόδοξος, διακρίθηκε στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων (περ. 565… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”